Το επιπλέον ποσό με το οποίο επιβαρύνεται το ασφάλιστρο λόγω αυξημένου κινδύνου.
Επασφάλιστρο είναι το επιπλέον ασφάλιστρο που πληρώνει ο ασφαλισμένος, είτε λόγω επαγγέλματος, είτε λόγω υγείας. Τα επαγγελματικά επασφάλιστρα καθορίζονται σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων επαγγελμάτων, ενώ τα επασφάλιστρα υγείας καθορίζονται με βάση τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ασφαλισμένος.
Στα ασφαλιστήρια συμβόλαια αυτοκινήτων, ως επασφάλιστρο ορίζεται το επιπλέον ασφάλιστρο που πληρώνει ο ασφαλισμένος είτε λόγω νεαρής ηλικίας είτε λόγω κατοχής νέου ή -σε ορισμένες περιπτώσεις- ξένου διπλώματος.
Το επασφάλιστρο είναι το επιπλέον ασφάλιστρο που καλείται να πληρώσει ο ασφαλιζόμενος σε περίπτωση που η κάλυψη που επιθυμεί είναι πιο επικίνδυνη από την κανονική, συνήθως λόγω ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών ορισμένων επαγγελμάτων ή λόγω υγείας
Ένα ποσό που προστίθεται στο ασφάλιστρο για να καλυφθεί ο τυχόν αυξημένος κίνδυνος λόγω υγείας ή επικινδυνότητας του επαγγέλματος του Ασφαλισμένου.